- ξεκινάω
- ξεκινάω / ξεκινώ, ξεκίνησα, (σπάν.) ξεκινημένος βλ. πίν. 58——————Σημειώσεις:ξεκινάω : η μτχ. ξεκινημένος εντοπίστηκε στο υλικό μας σε μικρές αγγελίες για κατοικίδια ζώα (π.χ. Πωλείται αγγλικό σέτερ... ξεκινημένο → του οποίου δηλ. έχει αρχίσει η διαδικασία εκπαίδευσης [ΝΕΑ, 16/5/91, σελ. 63]), και στη λογοτεχνία (Και αμέσως ένιωσε ξεκινημένη από μακριά η στερνή χλωμάδα να τον κυριεύει [Ελύτης, σελ. 112]).
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.